- μεγεθουργίας
- μεγεθουργίᾱς , μεγεθουργίαdoingfem acc plμεγεθουργίᾱς , μεγεθουργίαdoingfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγεθουργία — μεγεθουργία, ἡ (Α) η επιχείρηση και εκτέλεση μεγάλων έργων («οὐ γὰρ δὴ θνητή γε φύσις οὖσα τοσόνδ ἂν ἤρατο μεγεθουργίας», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρχ. μεγεθουργός] … Dictionary of Greek